άρτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαάρτε αρσενικό
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άρτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄρτος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαάρτε αρσενικό
- (τρόφιμο) το ψωμί
- το καρβέλι
- κομμάτια ψωμιού
- το αντίδωρο, το πρόσφορο
- η ψίχα ξηρού καρπού (καρυδιού, αμύγδαλου)
- (γενικότερα) το φαγητό
- (μεταφορικά)
- τα προς το ζην
- το κέρδος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σελ.138.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens