καρβέλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρβέλι | τα | καρβέλια |
γενική | του | καρβελιού | των | καρβελιών |
αιτιατική | το | καρβέλι | τα | καρβέλια |
κλητική | καρβέλι | καρβέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρβέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρβέλιν / γαρβέλιν < σλαβικής προέλευσης karvalj (ή < αρωμουνική kârveli[1], πληθυντικός τού kârvḙale)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρβέλι ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρβέλι
- ↑ Θεόδωρος Μωυσιάδης, Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα