• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καρβέλι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρβέλι τα καρβέλια
      γενική του καρβελιού των καρβελιών
    αιτιατική το καρβέλι τα καρβέλια
     κλητική καρβέλι καρβέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα καρβέλι ψωμί

Ετυμολογία

επεξεργασία
καρβέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρβέλιν / γαρβέλιν < σλαβικής προέλευσης karvalj (ή < αρωμουνική kârveli[1], πληθυντικός τού kârvḙale)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρβέλι ουδέτερο

  • ψωμί στρογγυλού σχήματος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • καρβελάκι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καρβέλι
  • αγγλικά : loaf (en)
  • αρωμουνικά : kârvḙale (roa-rup)
  • γαλλικά : pain (fr), miche (fr)
  • ρωσικά : каравай (ru)
  • σλοβακικά : bochník (sk), peceň (sk)
  • τσεχικά : bochník (cs), pecen (cs)
  1. ↑ Θεόδωρος Μωυσιάδης, Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καρβέλι&oldid=6924593"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Αυγούστου 2024, στις 06:09

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Malagasy
    • Polski
    • Slovenčina
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Αυγούστου 2024, στις 06:09.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας