ψείρα π' όνι τσούα ντι, μη νι καρασίντερε
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψείρα π' όνι τσούα ντι, μη νι καρασίντερε < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίαψείρα π' όνι τσούα ντι, μη νι καρασίντερε
- (μεταφορικά) ψείρα που δεν σε τρώει, μη την ξύνεις, κακό που δεν γίνεται σε βάρος σου μη το προκαλείς
Πηγές
επεξεργασία- ψείρα - σελ.373.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens
- ψείρα - σελ.374.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens