μ' ασπηδήκαϊ οχίλε
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μ' ασπηδήκαϊ οχίλε < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίαμ' ασπηδήκαϊ οχίλε
- (μεταφορικά) με πήδησαν οχιές, στενοχωρήθηκα πολύ, ανησύχησα πολύ
Πηγές
επεξεργασία- οχία - σελ.376.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens