απέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απέ (ιδιωματικό) <
- είτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπέκει με περικοπή / ἀποκεῖ < φράση ἀπὸ ἐκεῖ < αρχαία ελληνική ἀπό & ἐκεῖ
- είτε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπέ (σύνδεσμος) < ἀπό < αρχαία ελληνική ἀπό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέ
Επίρρημα
επεξεργασίααπέ (ιδιωματικό)
Εκφράσεις
επεξεργασία- κι απέ (και λοιπόν, ε και; κι έπειτα;)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- απέ - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈpe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πέ
Πρόθεση
επεξεργασίααπέ
- μορφή του από
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- από - σελ.103.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens