ἐκεῖ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκεῖ < ἐκεῖνος (αναδρομικός σχηματισμός) < ἐ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱe (δεικτικό μόριο: εδώ) + *h₁enos (εκείνος) (< *h₁é)
Επίρρημα
επεξεργασίαἐκεῖ
- εκεί, ἐνθάδε
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) ο άλλος κόσμος, ο Άδης