Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγκιλοδεϊτέ: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαγκιλοδέινου < μαγκίλι (μαντίλι) + ρήμα δέινου (δένω) στα τσακώνικα ιδιώματα όπως από το χωριό Μέλανα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maŋɟiloðei̯ˈte/

μαγκιλοδεϊτέ