Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαντιλοδεμένος η μαντιλοδεμένη το μαντιλοδεμένο
      γενική του μαντιλοδεμένου της μαντιλοδεμένης του μαντιλοδεμένου
    αιτιατική τον μαντιλοδεμένο τη μαντιλοδεμένη το μαντιλοδεμένο
     κλητική μαντιλοδεμένε μαντιλοδεμένη μαντιλοδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαντιλοδεμένοι οι μαντιλοδεμένες τα μαντιλοδεμένα
      γενική των μαντιλοδεμένων των μαντιλοδεμένων των μαντιλοδεμένων
    αιτιατική τους μαντιλοδεμένους τις μαντιλοδεμένες τα μαντιλοδεμένα
     κλητική μαντιλοδεμένοι μαντιλοδεμένες μαντιλοδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαντιλοδεμένος (μετοχή χωρίς ρήμα) < μαντίλ(ι) + -ο- + δεμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος δένω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /man.di.lo.ðeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐ντι‐λο‐δε‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

μαντιλοδεμένος, -η, -ο

  • δεμένος με μαντίλι
    ※  Πηνελόπη Δέλτα, Τρελαντώνης Κεφάλαιο 1Ζ'
    Και στο τέλος του έδεσαν το μέτωπο, κι αυτή τη φορά ήταν ο κόμπος από πίσω […]
    Και όταν πια, πλυμένος, καθαρισμένος, μαντιλοδεμένος και αλλαγμένος, ξανακάθισε ο Αντώνης στην κουνιστή της θείας πολυθρόνα, ρώτησε η Κλειώ:
    Και ποιος σου έριξε την πέτρα;

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία