Ετυμολογία

επεξεργασία
γουναίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυναῖκα, αιτιατική ενικού του γυνή & του δωρικού γυνά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣuˈne.ka/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γουναίκα θηλυκό

  1. γυναίκα
  2. (οικογένεια) γυναίκα (η σύζυγος)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία