Δείτε επίσης: ἀμέρα

Τσακωνικά (tsd) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμέρα < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος ἀμέρα. Συγγενή: αρχαία ελληνικά ἡμέρα, κοινή νεοελληνική ημέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈmeɾa/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμέρα αρσενικό

  1. η μέρα σε αντιδιαστολή με τη νύχτα
  2. ημέρα, χρόνικό διάστημα 24 ωρών
  3. ο καιρός που, η περίοδος που
  4. διάρκεια

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία