μ' εκόβε το αίμα μι
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μ' εκόβε το αίμα μι < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
επεξεργασίαμ' εκόβε το αίμα μι
- (μεταφορικά) μου 'κοψε το αίμα, τρόμαξα πολύ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κόβω - σελ.85.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens