καδρόνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καδρόνι | τα | καδρόνια |
γενική | του | καδρονιού | των | καδρονιών |
αιτιατική | το | καδρόνι | τα | καδρόνια |
κλητική | καδρόνι | καδρόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καδρόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική quadrone
Ουσιαστικό επεξεργασία
καδρόνι ουδέτερο
- ξύλο με τετραγωνική τομή που χρησιμοποιείται σαν στύλος σε σκαλωσιές
- δοκαράκι επιπλοποιίας (πχ για πόδια, τραβέρσες κτλ.)