Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
beam beams

beam (en)

  1. (για το φως)
    1. η ακτίνα φωτός
    2. η δέσμη ακτίνων φωτός
  2. το δοκάρι, η δοκός
    ⮡  balance beam: δοκός ισορροπίας
ενεστώτας beam
γ΄ ενικό ενεστώτα beams
αόριστος beamed
παθητική μετοχή beamed
ενεργητική μετοχή beaming

beam (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή) ακτινοβολώ, λαμποκοπώ, έχω ένα μεγάλο χαρούμενο χαμόγελο στο πρόσωπό μου
    ⮡  Her face beamed happiness.
    Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε/λαμποκοπούσε ευτυχία.
    ⮡  She was beaming at us.
    Μας κοίταξε ακτινοβολώντας.
  2. (αμετάβατο) λάμπω, παράγω φως ή/και θερμότητα
    ⮡  The tropic sun restlessly beamed down on us.
    Ο τροπικός ήλιος έλαμπε αμείλικτα από πάνω μας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shine



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

beam (ang)

  1. δέντρο
  2. η ακτίνα φωτός