Ποταμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ποταμός | οι | Ποταμοί |
γενική | του | Ποταμού | των | Ποταμών |
αιτιατική | τον | Ποταμό | τους | Ποταμούς |
κλητική | Ποταμέ | Ποταμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.taˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐τα‐μός
- ομόηχο: ποταμός
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Ποταμός < ποταμός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠοταμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίατοπωνύμια:
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Ποταμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ποταμός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠοταμός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ποταμός | οἱ | Ποταμοί |
γενική | τοῦ | Ποταμοῦ | τῶν | Ποταμῶν |
δοτική | τῷ | Ποταμῷ | τοῖς | Ποταμοῖς |
αιτιατική | τὸν | Ποταμόν | τοὺς | Ποταμούς |
κλητική ὦ! | Ποταμέ | Ποταμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ποταμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ποταμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ποταμός < ποταμός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠοταμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ποταμός - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.