Ποταμιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ποταμιώτισσα < Ποταμιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.taˈmɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐τα‐μιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠοταμιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ποταμιώτης
Συγγενικά
επεξεργασία- ποταμιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Ποτάμι, Ποταμιά, Ποταμοί και Ποταμός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ποταμιώτης
Ποταμιώτισσα
|