Ποταμιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ποταμιός | οἱ | Ποταμιοί |
γενική | τοῦ | Ποταμιοῦ | τῶν | Ποταμιῶν |
δοτική | τῷ | Ποταμιῷ | τοῖς | Ποταμιοῖς |
αιτιατική | τὸν | Ποταμιόν | τοὺς | Ποταμιούς |
κλητική ὦ! | Ποταμιέ | Ποταμιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ποταμιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ποταμιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΠοταμιός αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Ποταμού
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ποταμιός - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.