Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποταμόκολπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ποταμόκολπ
ος
οι
ποταμόκολπ
οι
γενική
του
ποταμόκολπ
ου
των
ποταμόκολπ
ων
αιτιατική
τον
ποταμόκολπ
ο
τους
ποταμόκολπ
ους
κλητική
ποταμόκολπ
ε
ποταμόκολπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποταμόκολπος
<
ποταμός
+
-ο-
+
κόλπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποταμόκολπος
αρσενικό
(
γεωγραφία
)
κόλπος
σε
ποτάμι
(
συνήθως
στις
εκβολές
του και με
υφάλμυρα
νερά
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποταμόκολπος