νερά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νερά ουδέτερο πληθυντικός αριθμός του νερό
- (ουδέτερο στον πληθυντικό) ποσότητα νερού σαν σύνολο συγκεντρωμένο
- η στέρνα γεμίζει με τα νερά της βροχής
- σου έχω πει χίλιες φορές να μη γεμίζεις το μπάνιο με νερά
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) νερό που πλημμυρίζει στην έκφραση
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) η ίσαλος γραμμή του πλοίου
- ※ σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά, να πας για να γραδάρεις
- Νίκος Καββαδίας (1947) ποίημα «Θεσσαλονίκη», συλλογή Πούσι και μουσική του Θάνου Μικρούτσικου (1979)
- ※ σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά, να πας για να γραδάρεις
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) εσωτερικές ραβδώσεις ή κυματισμοί, που οφείλονται στην ύπαρξη διαφορετικής πυκνότητας υλικού
- (συνεκδοχικά) η διεύθυνση προς την οποία κατευθύνονται οι περισσότερες ραβδώσεις η οποία συνήθως έχει και τη μικρότερη αντίσταση κατά την επεξεργασία του υλικού
- έχει κόντρα τα νερά και δεν διπλώνεται εύκολα
- (συνεκδοχικά) η διεύθυνση προς την οποία κατευθύνονται οι περισσότερες ραβδώσεις η οποία συνήθως έχει και τη μικρότερη αντίσταση κατά την επεξεργασία του υλικού
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) το αμνιακό υγρό στην έκφραση
- (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) οι συνήθειες και οι αντιλήψεις κάποιου στις εκφράσεις
- πάω/πηγαίνω με τα νερά του
- φέρνω στα νερά μου
- χάνω τα νερά μου
- (μεταφορικά) στις εκφράσεις
- αχαρτογράφητα νερά : άγνωστα νερά, άγνωστες καταστάσεις
- είμαι έξω απ' τα νερά μου
- θολώνω τα νερά
- μου κάνει νερά
- σαν τα κρύα τα νερά
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νερό