Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις θολώνω, τα και νερά

  Έκφραση επεξεργασία

θολώνω τα νερά

  • προσπαθώ να μπερδέψω κάτι ώστε να μη γίνει κατανοητό ή αντιληπτό
    προσπαθεί να θολώσει τα νερά, μη τυχόν και πάρουμε είδηση τις πραγματικές της προθέσεις

  Μεταφράσεις επεξεργασία