κάνω νερά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΈκφρασηΕπεξεργασία
κάνω νερά
- πλημμυρίζω με νερό
- πράττω τα αντίθετα από τα συμφωνηθέντα
- είπαμε ν' ανοίξουμε τη νέα επιχείρηση, έβαλα και λεφτά, αλλά μετά άρχισε να μου κάνει νερά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κάνω νερά