συμφωνηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμφωνηθείς | η | συμφωνηθείσα | το | συμφωνηθέν |
γενική | του | συμφωνηθέντος | της | συμφωνηθείσας & συμφωνηθείσης* |
του | συμφωνηθέντος |
αιτιατική | τον | συμφωνηθέντα | τη | συμφωνηθείσα | το | συμφωνηθέν |
κλητική | συμφωνηθείς | συμφωνηθείσα | συμφωνηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμφωνηθέντες | οι | συμφωνηθείσες | τα | συμφωνηθέντα |
γενική | των | συμφωνηθέντων | των | συμφωνηθεισών | των | συμφωνηθέντων |
αιτιατική | τους | συμφωνηθέντες | τις | συμφωνηθείσες | τα | συμφωνηθέντα |
κλητική | συμφωνηθέντες | συμφωνηθείσες | συμφωνηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίασυμφωνηθείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμφωνηθείς
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασυμφωνηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συμφωνούμαι
- θα συμφωνηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συμφωνούμαι