Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποταμόψαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ποταμόψαρ
ο
τα
ποταμόψαρ
α
γενική
του
ποταμόψαρ
ου
των
ποταμόψαρ
ων
αιτιατική
το
ποταμόψαρ
ο
τα
ποταμόψαρ
α
κλητική
ποταμόψαρ
ο
ποταμόψαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποταμόψαρο
<
ποτάμ(ι)
+
-ό-
+
-ψαρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποταμόψαρο
ουδέτερο
ψάρι
που ζει σε ποτάμι, σε γλυκό νερό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποταμόψαρο
γερμανικά
:
Flussfisch
(de)