πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραπόταμος οι παραπόταμοι
      γενική του παραπόταμου
& παραποτάμου
των παραπόταμων
& παραποτάμων
    αιτιατική τον παραπόταμο τους παραπόταμους
& παραποτάμους
     κλητική παραπόταμε παραπόταμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ο ποταμός Τάι και οι παραπόταμοί του στη Σκοτία

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπόταμος αρσενικό

  • (γεωγραφία) ποτάμι ή άλλο υδάτινο ρεύμα που δεν χύνεται σε λίμνη ή θάλασσα, αλλά σε άλλο ποτάμι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία