Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
tributary tributaries

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

tributary (en)

  1. (γεωγραφία) παραπόταμος
  2. υποτελής που πληρώνει φόρο σε χώρα ή εισβολείς