Δείτε επίσης: ἱπποπόταμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιπποπόταμος οι ιπποπόταμοι
      γενική του ιπποπόταμου
ιπποποτάμου
των ιπποπόταμων
ιπποποτάμων
    αιτιατική τον ιπποπόταμο τους ιπποπόταμους
ιπποποτάμους
     κλητική ιπποπόταμε ιπποπόταμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ιπποπόταμοι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιπποπόταμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱπποπόταμος < αρχαία ελληνική ἵππος (ιππο-) + ποταμ(ός) + κατάληξη -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.poˈpo.ta.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιπ‐πο‐πό‐τα‐μος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιπποπόταμος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία