ιπποποταμάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιπποποταμάκι | τα | ιπποποταμάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ιπποποταμάκι | τα | ιπποποταμάκια |
κλητική | ιπποποταμάκι | ιπποποταμάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιπποποταμάκι < ιπποπόταμος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιπποποταμάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιπποποταμάκι
|