Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεροπόταμος οι ξεροπόταμοι
      γενική του ξεροπόταμου των ξεροπόταμων
    αιτιατική τον ξεροπόταμο τους ξεροπόταμους
     κλητική ξεροπόταμε ξεροπόταμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεροπόταμος < ξερός + ποταμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεροπόταμος αρσενικό (& το ξεροπόταμο)

  1. το ξερό ποτάμι, που δεν φέρνει πια νερό
  2. ο χείμαρρος που ξεραίνεται στην ανομβρία

  Μεταφράσεις επεξεργασία