Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεροπόταμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ξεροπόταμ
ος
οι
ξεροπόταμ
οι
γενική
του
ξεροπόταμ
ου
των
ξεροπόταμ
ων
αιτιατική
τον
ξεροπόταμ
ο
τους
ξεροπόταμ
ους
κλητική
ξεροπόταμ
ε
ξεροπόταμ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεροπόταμος
<
ξερός
+
ποταμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξεροπόταμος
αρσενικό
(& το
ξεροπόταμο
)
το ξερό ποτάμι, που δεν φέρνει πια νερό
ο
χείμαρρος
που ξεραίνεται στην
ανομβρία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεροπόταμος
γαλλικά
:
oued
(fr)