ξεροπόταμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεροπόταμο < ξηροπόταμος < ξηρός και ποταμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεροπόταμο ουδέτερο (& ξεροπόταμος)
- το ποτάμι που κατεβάζει νερά μόνον όταν βρέχει και που ξεραίνεται στην ανομβρία, ο χείμαρρος που το καλοκαίρι ξεραίνεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεροπόταμο
|