Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνω ποταμών < άνω + ποταμών· από τον στίχο του Ευριπίδη «ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί» (Ευριπίδης, Μήδεια, 410)

  Έκφραση επεξεργασία

άνω ποταμών

  • για κάτι που είναι παράλογο, εξοργιστικό ή ανυπόφορο
    Ανέφερε στον παπα-Μαρίνο τα όσα άνω ποταμών συνάντησε στο πρωινό του διάβα. (Γ. Μακριδάκης, Αντί Στεφάνου, 2015)

  Μεταφράσεις επεξεργασία