πετεινά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πετεινά | ||
γενική | των | πετεινών | ||
αιτιατική | τα | πετεινά | ||
κλητική | πετεινά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετεινά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πετεινά[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.tiˈna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐τει‐νά
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετεινά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα πτηνά, τα πουλιά (συναντάται μόνο στη φράση τα πετεινά του ουρανού)
- ※ Κάντε λιγάκι υπομονή κι ο Πανάγαθος, που φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού, δε θα ξέχάσει το ποίμνιό του! (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πετεινά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας