ανενδοίαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανενδοίαστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνενδοίαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ενδοιασ- (όπως στην αρχαία ελληνική ἐνδοιαστός < ἐνδοιάζω) + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.nenˈði.a.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νεν‐δοί‐α‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ανενδοίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει ενδοιασμούς, επιφυλάξεις, δισταγμούς, αδίστακτος
Συγγενικά επεξεργασία
- ανενδοίαστα (επίρρημα)
- ενδοιαστικός
- → δείτε τη λέξη ενδοιασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανενδοίαστος
Πηγές επεξεργασία
- ανενδοίαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανενδοίαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανενδοίαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας