Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐνδοιάζω < ἐν + δοιῆ

ἐνδοιάζω

  1. έχω ενδοιασμούς ως προς το πώς να κάνω κάτι, αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 17, 9 Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι @wikisource @scaife.perseus
    εἶτα ἐνεδοιάζετο πότερον χρὴ πρότερον Ζηνόθεμιν τὸν Στωϊκὸν ἅτε γέροντα ἢ Ἕρμωνα τὸν Ἐπικούρειον, ἱερεὺς γὰρ ἦν τοῖν ἀνάκοιν καὶ γένους τοῦ πρώτου ἐν τῇ πόλει.
    έπειτα προβληματίζονταν αν πρέπει να βάλουν τον Ζηνόθεμη τον στωικό, επειδή ήταν γέροντας, ή τον Έρμωνα τον επικούρειο, που ήταν ιερέας των Διοσκούρων και γόνος της σημαντικότερης οικογένειας μέσα στην πόλη.
    Μετάφραση (2002), Δημήτρης Χρηστίδης @greek‑language.gr
  2. είμαι αντικείμενο αμφιβολίας ή αμφιλογίας, σημείο αντιλεγόμενο

Συγγενικά

επεξεργασία