decide on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | decide on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | decides on |
αόριστος | decided on |
παθητική μετοχή | decided on |
ενεργητική μετοχή | deciding on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdecide on (en)
- ορίζω, διαλέγω κάτι από μια σειρά από δυνατότητες
Πηγές
επεξεργασία- decide on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 632. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορίζω