ενεστώτας decide on
γ΄ ενικό ενεστώτα decides on
αόριστος decided on
παθητική μετοχή decided on
ενεργητική μετοχή deciding on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
decide on < → δείτε τις λέξεις decide και on

decide on (en)

  • ορίζω, διαλέγω κάτι από μια σειρά από δυνατότητες
    ⮡  We must decide on the time and course of action.
    Πρέπει να ορίσουμε τον χρόνο και τρόπο ενέργειας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine