(συνήθως παθητική φωνή) καθορίζω, δηλώνω επίσημα ότι κάποιος ή κάτι έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα ή όνομα· περιγράφω κάποιον ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο
⮡ The borders of the states are designated by international agreements.
Τα σύνορα των κρατών καθορίζονται με διεθνείς συμφωνίες.
Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240, 397. ISBN9780194325684., λήμμα: διορίζω, καθορίζω