implement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | implement |
γ΄ ενικό ενεστώτα | implements |
αόριστος | implemented |
παθητική μετοχή | implemented |
ενεργητική μετοχή | implementing |
Ρήμα
επεξεργασία
implement (en)
- εφαρμόζω
- ⮡ We will implement policies in alignment with our fiscal goals.
- Θα εφαρμόσουμε πολιτικές σε ευθυγράμμιση με τους δημοσιονομικούς μας στόχους.
- ⮡ We have to decide upon how the workflow model we have envisaged is implemented in our version control system.
- Πρέπει να αποφασίσουμε πάνω στο πώς το μοντέλο ροής εργασίας που έχουμε οραματιστεί εφαρμόζεται στο σύστημα ελέγχου έκδοσης.
- ⮡ We will implement policies in alignment with our fiscal goals.