prey on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | prey on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | preys on |
αόριστος | preyed on |
παθητική μετοχή | preyed on |
ενεργητική μετοχή | preying on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαprey on (en)
- κυνηγάω, για ένα ζώο ή ένα πουλί που κυνηγά και σκοτώνει ένα άλλο ζώο για τροφή
- ⮡ Hawks prey on rabbits and small birds.
- Τα γεράκια κυνηγάνε λαγούς και μικρά πουλιά.
- ⮡ Hawks prey on rabbits and small birds.
- εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι κάποιον με ανέντιμο τρόπο για να πάρω αυτό που θέλω