Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bird of prey birds of prey

  Ετυμολογία επεξεργασία

bird of prey < → δείτε τις λέξεις bird, of και prey

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

bird of prey (en)

  • το όρνιο, γενικός όρος για αρπακτικό πτηνό πχ. αετός, γύπας, κουκουβάγια κτλ.
    The birds of prey are cawing over the carcass.
    Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία