διεστραμμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διεστραμμένος < (ελληνιστική κοινή) διεστραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαστρέφω < δια + αρχαία ελληνική στρέφω
Μετοχή επεξεργασία
διεστραμμένος, -η, -ο
- που παρεκκλίνει από το αντικειμενικά φυσιολογικό, που ρέπει προς το ανώμαλο (ιδίως στον σεξουάλικό τομέα)
- παραμορφωμένος, παραποιημένος, στρεβλός