Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεστραμμένος η διεστραμμένη το διεστραμμένο
      γενική του διεστραμμένου της διεστραμμένης του διεστραμμένου
    αιτιατική τον διεστραμμένο τη διεστραμμένη το διεστραμμένο
     κλητική διεστραμμένε διεστραμμένη διεστραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεστραμμένοι οι διεστραμμένες τα διεστραμμένα
      γενική των διεστραμμένων των διεστραμμένων των διεστραμμένων
    αιτιατική τους διεστραμμένους τις διεστραμμένες τα διεστραμμένα
     κλητική διεστραμμένοι διεστραμμένες διεστραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεστραμμένος < (ελληνιστική κοινήδιεστραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαστρέφω < δια + αρχαία ελληνική στρέφω

  Μετοχή επεξεργασία

διεστραμμένος, -η, -ο

  1. που παρεκκλίνει από το αντικειμενικά φυσιολογικό, που ρέπει προς το ανώμαλο (ιδίως στον σεξουάλικό τομέα)
  2. παραμορφωμένος, παραποιημένος, στρεβλός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία