ψυχανώμαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψυχανώμαλος -η -ο
- (προφορικό) άτομο που παρουσιάζει προβληματική ή διαταραγμένη συμπεριφορά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- η λέξη δεν συνιστά όρο της ψυχιατρικής ή της ψυχολογίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχανώμαλος
|