ομαλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομαλά < ομαλός
Επίρρημα
επεξεργασίαομαλά
- η κυκλοφορία διεξάγεται ομαλά
- η διαδοχή του δεν έγινε ομαλά
- το επίθετο χαζός κλίνεται ομαλά κατά το καλός
- κίνηση ευθύγραμμη ομαλά επιταχυνόμενη (Βικιπαίδεια)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομαλά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαομαλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ομαλό