Ουσιαστικό

επεξεργασία

normalisation (en) (βρετανική γραφή) & normalization (αμερικανική γραφή)

  1. εξομάλυνση τιμών, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων, συμπεριφορών, κανονικοποίηση
    • επαναφορά τιμών εντός προβλεπόμενου εύρους
  2. κανονικοποίηση
  3. (πληροφορική) → δείτε τη λέξη normalization



      ενικός         πληθυντικός  
normalisation normalisations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

normalisation (fr) θηλυκό

  1. η τυποποίηση
  2. η εξομάλυνση
  3. η ομαλοποίηση
  4. η κανονικοποίηση