normalisation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
normalisation (en) (βρετανική γραφή) & normalization (αμερικανική γραφή)
- εξομάλυνση τιμών, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων, συμπεριφορών, κανονικοποίηση
- επαναφορά τιμών εντός προβλεπόμενου εύρους
- κανονικοποίηση
- (πληροφορική) → δείτε τη λέξη normalization
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
normalisation | normalisations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
normalisation (fr) θηλυκό