κανονικοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κανονικοποίηση | οι | κανονικοποιήσεις |
γενική | της | κανονικοποίησης* | των | κανονικοποιήσεων |
αιτιατική | την | κανονικοποίηση | τις | κανονικοποιήσεις |
κλητική | κανονικοποίηση | κανονικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κανονικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανονικοποίηση < κανονικοποιώ, κανονικοποιη- + -ση, απόδοση για τη γαλλική normalisation ή από την αγγλική nomalsation / normalization. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε κανονικ(ός) + -ο- + -ποίηση.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.no.ni.koˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νο‐νι‐κο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανονικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία με την οποία κάτι γίνεται περισσότερο κανονικό, υπακούοντας σε κάποιους κανόνες
- (βάσεις δεδομένων) η διαδικασία της κατάτμησης των δεδομένων σε ομάδες εγγραφών (πίνακες), ώστε να γίνει η διαχείρισή τους ευκολότερη, πιο αξιόπιστη και να μην υπάρχει πλεονασμός δεδομένων
- ※ στα τελευταία στάδια της κανονικοποίησης των οντοτήτων καταλήγουμε πάντα σε σχέσεις πολλά προς ένα[2]
Αντώνυμα επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κανονικοποίηση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κανονικοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 6.2. ΚΑΝΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31