Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλεονασμός δεδομένων < → δείτε τις λέξεις πλεονασμός και δεδομένα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική data redundancy

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πλεονασμός δεδομένων

  • (βάσεις δεδομένων) όταν τα ίδια δεδομένα επαναλαμβάνονται σε μια βάση δεδομένων λόγω λάθους σχεδιασμού
    Ένας από τους στόχους μιας καλής σχεδίασης βάσης δεδομένων είναι η κατάργηση του πλεονασμού δεδομένων (διπλότυπα δεδομένα)[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία