Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυποποίηση οι τυποποιήσεις
      γενική της τυποποίησης* των τυποποιήσεων
    αιτιατική την τυποποίηση τις τυποποιήσεις
     κλητική τυποποίηση τυποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τυποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυποποίηση < τυποποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυποποίηση θηλυκό

  1. η συμμόρφωση με έναν ορισμένο τύπο, πρότυπο
  2. (στη βιομηχανία) η επεξεργασία, επιλογή, συσκευασία των προϊόντων ώστε αυτά να ακολουθούν ένα κοινά παραδεκτό πρότυπο
  3. (αρνητικά) η προσκόλληση σε ένα μοντέλο που θυσιάζει την πρωτοτυπία και τη δημιουργική διάθεση

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία