Ετυμολογία

επεξεργασία
τυποποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική standardize < standard (τύπος)

τυποποιώ (παθητική φωνή: τυποποιούμαι)

  1. διαμορφώνω σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
  2. (στη βιομηχανία) παράγω ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία