Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυποποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική standardize < standard (τύπος)

  Ρήμα επεξεργασία

τυποποιώ (παθητική φωνή: τυποποιούμαι)

  1. διαμορφώνω σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
  2. (στη βιομηχανία) παράγω ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία