Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας standardize
γ΄ ενικό ενεστώτα standardizes
αόριστος standardized
παθητική μετοχή standardized
ενεργητική μετοχή standardizing

  Ετυμολογία επεξεργασία

standardize < standard + -ize

  Ρήμα επεξεργασία

standardize (en)

  • τυποποιώ, προτυποποιώ
    Modern industries have standardized their production.
    Οι σύγχρονες βιομηχανίες έχουν τυποποιήσει την παραγωγή τους.

  Πηγές επεξεργασία