προτυποποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προτυποποιώ < πρότυπο + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική standardize[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική standardiser[1])
Ρήμα
επεξεργασίαπροτυποποιώ
- καθιερώνω ένα κοινό πρότυπο ή κανόνα, για να επιτευχθεί ομοιογενής και συνεπής λειτουργία ή παραγωγή προϊόντων ή υπηρεσιών
Συγγενικά
επεξεργασία- προτυποποιημένος
- προτυποποίηση
- → δείτε τις λέξεις πρότυπο και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προτυποποιώ | προτυποποιούσα | θα προτυποποιώ | να προτυποποιώ | προτυποποιώντας | |
β' ενικ. | προτυποποιείς | προτυποποιούσες | θα προτυποποιείς | να προτυποποιείς | (προτυποποίει) | |
γ' ενικ. | προτυποποιεί | προτυποποιούσε | θα προτυποποιεί | να προτυποποιεί | ||
α' πληθ. | προτυποποιούμε | προτυποποιούσαμε | θα προτυποποιούμε | να προτυποποιούμε | ||
β' πληθ. | προτυποποιείτε | προτυποποιούσατε | θα προτυποποιείτε | να προτυποποιείτε | προτυποποιείτε | |
γ' πληθ. | προτυποποιούν(ε) | προτυποποιούσαν(ε) | θα προτυποποιούν(ε) | να προτυποποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προτυποποίησα | θα προτυποποιήσω | να προτυποποιήσω | προτυποποιήσει | ||
β' ενικ. | προτυποποίησες | θα προτυποποιήσεις | να προτυποποιήσεις | προτυποποίησε | ||
γ' ενικ. | προτυποποίησε | θα προτυποποιήσει | να προτυποποιήσει | |||
α' πληθ. | προτυποποιήσαμε | θα προτυποποιήσουμε | να προτυποποιήσουμε | |||
β' πληθ. | προτυποποιήσατε | θα προτυποποιήσετε | να προτυποποιήσετε | προτυποποιήστε | ||
γ' πληθ. | προτυποποίησαν προτυποποιήσαν(ε) |
θα προτυποποιήσουν(ε) | να προτυποποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προτυποποιήσει | είχα προτυποποιήσει | θα έχω προτυποποιήσει | να έχω προτυποποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προτυποποιήσει | είχες προτυποποιήσει | θα έχεις προτυποποιήσει | να έχεις προτυποποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προτυποποιήσει | είχε προτυποποιήσει | θα έχει προτυποποιήσει | να έχει προτυποποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προτυποποιήσει | είχαμε προτυποποιήσει | θα έχουμε προτυποποιήσει | να έχουμε προτυποποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προτυποποιήσει | είχατε προτυποποιήσει | θα έχετε προτυποποιήσει | να έχετε προτυποποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προτυποποιήσει | είχαν προτυποποιήσει | θα έχουν προτυποποιήσει | να έχουν προτυποποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προτυποποιώ
- ↑ 1,0 1,1 προτυποποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)