Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προτυποποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προτυποποιημέν
ος
η
προτυποποιημέν
η
το
προτυποποιημέν
ο
γενική
του
προτυποποιημέν
ου
της
προτυποποιημέν
ης
του
προτυποποιημέν
ου
αιτιατική
τον
προτυποποιημέν
ο
την
προτυποποιημέν
η
το
προτυποποιημέν
ο
κλητική
προτυποποιημέν
ε
προτυποποιημέν
η
προτυποποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προτυποποιημέν
οι
οι
προτυποποιημέν
ες
τα
προτυποποιημέν
α
γενική
των
προτυποποιημέν
ων
των
προτυποποιημέν
ων
των
προτυποποιημέν
ων
αιτιατική
τους
προτυποποιημέν
ους
τις
προτυποποιημέν
ες
τα
προτυποποιημέν
α
κλητική
προτυποποιημέν
οι
προτυποποιημέν
ες
προτυποποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προτυποποιημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προτυποποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προτυποποιημένος