standardized
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | standardized |
συγκριτικός | more standardized |
υπερθετικός | most standardized |
standardized (en)
- τυποποιημένος
- ⮡ standardized machine parts - τυποποιημένα εξαρτήματα μηχανών
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαstandardized (en)