τυποποιητήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυποποιητήριο | τα | τυποποιητήρια |
γενική | του | τυποποιητήριου & τυποποιητηρίου |
των | τυποποιητήριων & τυποποιητηρίων |
αιτιατική | το | τυποποιητήριο | τα | τυποποιητήρια |
κλητική | τυποποιητήριο | τυποποιητήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατυποποιητήριο ουδέτερο
- εργαστήριο ή χώρος όπου γίνεται η τυποποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυποποιητήριο
|